Όλα
όσα θέλεις ξεπροβάλλουν μπροστά σου. Ξεπηδούν μέσα από τις
στυλιζαρισμένες σελίδες του περιοδικού που κρατάς. Σε καλούν κοντά τους
οι γκλάμουρ εικόνες που βλέπεις κάθε βράδυ στην τηλεόραση. Κι όταν πας
για ύπνο σκέφτεσαι πως πρέπει να φύγεις απ’ αυτήν την εργατούπολη στην
οποία έμειναν κολλημένοι εδώ και χρόνια οι γονείς σου. Θεωρείς το μπαμπά
σου σκέτη αποτυχία γιατί στη ζωή του κατάφερε να μην εξαρτάται από
κανέναν, να κάνει τη δική του οικογένεια και να ζει αξιοπρεπώς. Εσύ το
μόνο που ζήτησες ήταν ένα σπίτι στη Γλυφάδα για να μπορείς να
κυκλοφορείς το πλαστικό σου σώμα στις καφετέριες της παραλίας, να κοιτάς
και να λυπάσαι τον απλό, φτωχό πληθυσμό των άλλων περιοχών πίσω απ’ τα
φιρμάτα γυαλιά σου και ν’ ανοίγεις τα πόδια σου στον κάθε ντοπαρισμένο,
μαμόθρεφτο τριαντάρη που έχει μάθει να τρώει από τα έτοιμα. Κι όμως δεν
έχεις καταφέρει τίποτα απ’ όλα αυτά ακόμα. Νιώθεις ότι τελειώνοντας τις
σπουδές σου η πορεία σου είναι προδιαγεγραμμένη. Προδιαγεγραμμένη και
ταυτόσημη μ’ εκείνη των ομοίων του πατέρα σου. Με ένα συμβατικό σπίτι
στο Μενίδι, μία συμβατική αγάπη και δύο παιδιά για τα οποία θα
θυσιαστείς για να ζήσουν το δικό σου όνειρο.
Δεν μπορείς να διανοηθείς ότι εσύ είσαι
πλασμένη για να βυθιστείς σ’αυτήν τη μιζέρια, για να κάνεις την
ευτυχισμένη σ’ αυτήν την γλοιώδη παρωδία, για να γίνεις ίδια με τους
ομοίους σου. Πρέπει να ξεφύγεις. Κοιμάσαι για να μη σκέφτεσαι όμως το
όνειρο της Μυκόνου σε βασανίζει όλη νύχτα. Το πρωί ξυπνάς έτοιμη να
πείσεις τον μπαμπά σου να σου πληρώσει την πρώτη σου πλαστική στη μύτη.
Εξάλλου στο χρωστάει. Εκείνος φταίει που είσαι αναγκασμένη να ζεις σ’
αυτήν την άθλια γειτονιά γεμάτη από ανθρώπους κοινούς, φτωχούς και
αξιοπρεπείς.
Επιστρατεύεις
το κόλπο της κατάθλιψης για δύο λόγους. Πρώτον γιατί είσαι σίγουρη ότι
οι γονείς σου σ’αγαπούν τόσο ώστε δεν πρόκειται να σ’ αφήσουν να
υποφέρεις. Δεύτερον εύκολα μπορείς να τους πείσεις ότι υποφέρεις απ’
αυτήν. Απλά κοιτάς το πράσινο πάρκο απέναντι απ’ το σπίτι σου, γεμάτο
από ευτυχισμένες οικογένειες που παίζουν με τα παιδιά τους.
Χωρίς
να χάνεις ούτε λεπτό βάζεις το σχέδιό σου σε δράση. Πέτυχε! Την επόμενη
εβδομάδα έχεις χειρουργείο. Επιτέλους θα απαλλαχθείς απ’ αυτήν τη
γελοία μύτη, κληρονομιά κι αυτή απ’ το μπαμπά σου.
Μετά την επέμβαση αποφασίζεις ότι πρέπει να γίνεις ξανθιά. Το ξανθό είναι ότι πρέπει γι’ αυτήν τη νέα, καλοφτιαγμένη μύτη.
Σειρά έχει η παρθενιά σου. Στο δικό σου μυαλό φαντάζει αδιανόητη στα δεκαεφτά σου η έλλειψη σεξουαλικής εμπειρίας.
Κι
επειδή δεν έχεις πολύ χρόνο διότι το ακαδημαϊκό έτος του Πανεπιστημίου
στη Θεσσαλονίκη ξεκινάει από τον Οκτώβρη ξεφεύγεις από τους
καθιερωμένους τρόπους εύρεσης εραστή. Σερφάρεις στο ίντερνετ
δημοσιεύοντας προκλητικές φωτογραφίες για να προσελκύσεις άντρες. Και να
που τσιμπούν αρκετοί. Αποφασίζεις ότι ο Γιώργος συγκεντρώνει όλα τα
προσόντα και μετά από δύο μήνες το κάνεις και απολαμβάνεις τα προνόμια
του σεξ.
Μόλις
ξεκινά το πρώτο εξάμηνο της σχολής αποφασίζεις ότι είναι η κατάλληλη
στιγμή να ξεφορτωθείς το Γιώργο. Ήρθε η ώρα να ανοίξεις τα πόδια σου κι
αλλού. Κι αυτό κάνεις, χωρίς συναίσθημα, χωρίς ίχνος ενοχής που
καταστρέφεις και καταστρέφεσαι, χωρίς να σε νοιάζει που το κενό μέσα σου
μεγαλώνει και σε κατατρώει μέρα με τη μέρα.
Και
περνούν έτσι τρία χρόνια. Κι εσύ πηγαινοέρχεσαι Αθήνα – Θεσσαλονίκη.
Αλλά έχεις ριζώσει μόνιμα στον παράδεισό σου. Τώρα πια το σεξ της μιας
βραδιάς με άγνωστους από τα μπλοκ του διαδικτύου έχει γίνει καθημερινή
ρουτίνα. Δοκίμασες και το τρίο. Έτσι για να έχεις κάτι να διηγείσαι για
να καλύπτεις το κενό της ατομικότητάς σου, για να μη βλέπουν οι άλλοι
εσένα.
Τον
τελευταίο καιρό κάνεις σεξ με έναν τύπο απ΄τη Γλυφάδα. Καλό γαμιά. Σε
βαράει σε σημείο που εσύ δεν αντέχεις να κρύβεσαι πίσω από το προσωπείο
της πόρνης και πολλές φορές αντιδράς. Απορείς με τον εαυτό σου γιατί
πίστευες ότι είχες γίνει η χαζή ξανθιά που πάντα ονειρευόσουν. Σκέφτεσαι
ότι μάλλον σου λείπουν κι άλλα πράγματα για να γίνεις και να μην
αντιδράς. Αποφασίζεις ότι χρειάζεσαι καινούργιο στήθος και κώλο.
Σε
απασχολεί το οικονομικό ζήτημα γιατί αυτή τη φορά οι γονείς σου
αποκλείεται να συναινέσουν. Πιάνεις δουλειά σ’ ένα μπαρ. Τα λεφτά είναι
καλά αλλά όχι τόσο ικανοποιητικά όσο βγάζουν οι κοινές πόρνες.
Στενοχωριέσαι που οι γονείς σου, σου έχουν μεταδώσει κάποια στοιχειώδη
ηθική που σε αποτρέπει να ασκήσεις το επάγγελμα. Πόσο ηλίθιοι, σκέφτεσαι
μέσα σου ενώ ταυτόχρονα προσπαθείς να κάμψεις τις αντιστάσεις σου. Δεν
τα καταφέρνεις ακόμα. Κι έτσι σκέφτεσαι ότι θα δουλεύεις και τα πρωινά.
Όταν
τελικά μαζεύεις τα λεφτά νιώθεις μία απίστευτη δυστυχία που δε μάζεψες
κι άλλα για περμανάντ βλεφαρίδων και λιποαναρρόφηση. Πού θα πάει, θα τα
καταφέρεις.
Το
επόμενο πρωί μπαίνεις στο χειρουργείο χωρίς να ξέρουν τίποτα οι γονείς
σου, παρά μόνο δυο φίλες σου από το σχολείο που προσπαθούν να σε κάνουν
να δεις ότι η μίζερη ζωή τους σου ταιριάζει. Δεν τις παρεξηγείς γιατί
ξέρεις ότι δεν το κάνουν με κακή πρόθεση. Θεωρούν ότι ξέρουν το καλό
σου. Τους συγχωρείς την άγνοια που τους παρέχει η φτώχεια, η μιζέρια και
η αξιοπρέπεια και κλείνεις τα μάτια σου από τη νάρκωση του γιατρού.
Όταν ξυπνήσεις θα είσαι μια άλλη.
Κοιτάζεις
με περηφάνεια στον καθρέφτη τα πλαστικά εμφυτεύματα. Δε σου έχει μείνει
ακόμα πολλή δουλειά με τον εαυτό σου. Αγόρασες και γαλάζιους φακούς
επαφής για να γίνει ακόμα πιο πειστική η εικόνα σου.
Σιγά-σιγά
κάμπτουν οι ηθικές σου αντιστάσεις όσον αφορά «χορηγίες» από πλούσιους
σαραντάρηδες που γνωρίζεις από το ίντερνετ. Η τελευταία μάλιστα χορηγεία
από τον Αντρέα σου πλήρωσε τη δεύτερη λιποαναρρόφηση στην κοιλιά. Και
με τι αντίτιμο; Μία εβδομάδα μαζί του, ονειρική. Βόλτα με το κότερό του,
απίστευτη χλιδή και το βράδυ σεξ πότε μ’ αυτόν πότε με δυο φίλους του.
Σιγά. Πηδιέμαι που πηδιέμαι, δεν είναι κακό να επωφεληθώ, λες στον εαυτό
σου για να τον ηρεμήσεις κάποιες στιγμές που νιώθει
αποπροσανατολισμένος.
Κι
επιτέλους τελειώνεις τη σχολή σου και γυρνάς μόνιμα Αθήνα. Οι γονείς
έχουν αρχίσει να υποψιάζονται τη «λαμπερή» ζωή σου γι’ αυτό αποφασίζεις
να μετακομίσεις. Έχεις μαζέψει αρκετά χρήματα από τις «χορηγίες»
εξάλλου. Αποφασίζεις ότι θέλεις να γίνεις τραγουδίστρια γ΄ διαλογής
γιατί ξέρεις ότι δεν έχεις ταλέντο. Έτσι ξεκινάς να πηγαίνεις με ένα
σωρό γέρους επιχειρηματίες για να σε πάρουν στα μαγαζιά τους. Σιχαίνεσαι
τον εαυτό σου γιατί παλιά γούσταρες όσα έκανες τουλάχιστον. Όμως έχεις
ορκιστεί να μη γυρίσεις πίσω. Τόσες άλλες πώς το κάνουν, σκέφτεσαι. Θα
το κάνω κι εγώ.
Και
μια μέρα μετά το κλείσιμο του σκυλάδικου που δουλεύεις κι ενώ προχωράς
προς το πολυτελές σου αμάξι σε πιάνει ένας αλλοδαπός να σε βιάσει. Δεν
αντιστέκεσαι καν, οι αισθήσεις είναι υπνωτισμένες. Εξάλλου σου φαίνεται
πιο όμορφος από το γέρο επιχειρηματία που έχωσε μέσα σου το ζαρωμένο
πέος του το απόγευμα. Κάθεσαι και το απολαμβάνεις λοιπόν. Μόνο που όταν
τελειώνει ,ο αλλοδαπός τρέχει μακριά από το φόβο του ενώ εσύ ξεσπάς σε
κλάματα. Σκουπίζεις τα δάκρυά σου και κατευθύνεσαι προς το αυτοκίνητό
σου.
Μέχρι
να έρθει το επόμενο βράδυ, σπαράζεις από πόνο χωρίς να ξέρεις το γιατί.
Εξομολογείσαι σε μία συνάδελφό σου την αδικαιολόγητη θλίψη σου κι
εκείνη σε καθησυχάζει λέγοντάς σου ότι είναι λόγω του κουραστικού
ωραρίου της δουλειάς. Για να βγεις στην πίστα σου σκουπίζει τα μάτια και
σου δίνει δύο λευκά χάπια για να νιώσεις καλύτερα. Πράγματι τα χάπια
λειτούργησαν. Τέρμα ο ανεξήγητος πόνος και το κλάμα. Βγαίνεις στην σκηνή
και δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό. Μια γλυκιά θολούρα συνοδεύει όλη τη
βραδιά.
Όμως
το επόμενο πρωί είσαι χειρότερα από ποτέ. Παίρνεις τη συνάδελφό σου και
της λες ότι χρειάζεσαι επειγόντως τα χάπια που σου έδωσε. Σου λέει ότι
για την περίπτωσή σου έχει κάτι καλύτερο. Λευκή σκόνη.
Κι
έτσι λοιπόν κάθε βράδυ «φτιάχνεσαι» για να βγεις στη σκηνή. Και κάθε
πρωί «φτιάχνεσαι» για να βγεις στη ζωή σου. Σου κοστίζει λίγο ακριβά
βέβαια αλλά αξίζει.
Τέρμα
οι ενοχές, τα δάκρυα, η θλίψη, οι σκέψεις. Τέρμα όλα. Ζεις μόνο για το
τώρα. Νιώθεις ότι επιτέλους ζεις. Έχεις βρει και μια σχέση. Έναν πλούσιο
εξηντάρη που βγάζει πάνω σου κάθε του διαστροφή. Όταν δε δουλεύεις σε
περιφέρει στις καφετέριες της παραλίας αποδεικνύοντας τι μπορεί να
αγοράσει κανείς μόνο με μερικά ευρώ. Κι εσύ επιτέλους επιδεικνύεις το
πλαστικό σου σώμα, κοιτάς τον κόσμο πίσω από τα πανάκριβα γυαλιά σου κι
ανοίγεις τα πόδια σου σε όποια καλή ευκαιρία σου παρουσιαστεί.
Όμως
τις μέρες που είσαι νηφάλια το μυαλό σου κάνει περίεργες σκέψεις για τη
ζωή που θα ’πρεπε να ζούσες στην εργατούπολη. Δε δίνεις σημασία.
Παίρνεις την άσπρη σκόνη σου και συνεχίζεις. Με τους γονείς σου σχεδόν
δε μιλάτε γιατί δεν εγκρίνουν τον επαγγελματικό σου προσανατολισμό. Τα
άλλα δεν τα ξέρουν και θεωρείς ότι δεν πρέπει να τους τα πεις γιατί θα
τους σκοτώσουν.
Δε
σε κατάλαβαν ποτέ. Όσο για τις δυο φίλες σου έχετε χαθεί. Έχουν
διαφορετικές ζωές. Μίζερες, απ’αυτές που σιχαινόσουν. Απ’ αυτές που
καμιά φορά σήμερα στα τριάντα σου ζηλεύεις. Τι ανάγκη έχεις; Ο εξηντάρης
φίλος σου, σου παρέχει όλα όσα θες.
Το
καλοκαίρι θα πάτε στη Μύκονο, εκεί μπορείς να τον απατήσεις με την
άνεσή σου. Βγαίνεις από την κατάθλιψη που είχες περιέλθει. Κάνεις σχέδια
για το καλοκαίρι και αναρωτιέσαι πώς οι φίλες σου διαννοούνται διακοπές
στη Λούτσα με όλη την οικογένεια. Σου φαίνεται αστείο, ειδικά τώρα που
πήρες το φάρμακό σου. Όλα σου φαίνονται αστεία. Η ζωή σου εδώ και
δεκατρία χρόνια φαντάζει ένα τεράστιο αστείο. Γελάς μόνη σου στον
πανάκριβο καναπέ σου. Πόσο γρήγορα πέρασαν αυτά τα χρόνια αναλογίζεσαι.
Ξαφνικά
σε πιάνουν τα κλάματα. Νιώθεις ότι το κενό σου έχει τρυπήσει όλο το
κορμί. Το μόνο που υπάρχει είναι απλά το περίγραμμά σου και τίποτα άλλο.
Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη γιατί θέλεις να αντικρύσεις το θέαμα.
Γελάς γιατί συνειδητοποιείς ότι έχει μπει κάποιος άλλος στο σπίτι. Τον
βλέπεις απ’ τον καθρέφτη. Είναι ένα τέρας ή έτσι σε κάνει η λευκή σκόνη
να το βλέπεις. «Ποιος είναι;», φωνάζεις μπροστά στον καθρέφτη και τον
γδέρνεις με τα χέρια σου. «Ποιος είναι;», συνεχίζεις σε έξαλλη
κατάσταση. Μπήγεις τα νύχια πιο δυνατά στο δέρμα του τώρα. Νιώθεις πόνο
στο στήθος. Κοιτάς τα χέρια σου κι έχουν γεμίσει αίμα και σιλικόνη.
Κοιτάς τα ερείπια του ακριβοπληρωμένου σου στήθους και συνεχίζεις να
γελάς. Πηγαίνεις προς το μπαλκόνι και διακρίνεις το είδωλλό σου μπροστά
στην καινούργια τζαμάρια. Πάλι το τέρας μπροστά σου. Πληγωμένο αυτή τη
φορά, μέσα στα αίματα. Νιώθεις συμπάθεια γι’ αυτό γιατί πίσω από τη
μάσκα του διακρίνεις δάκρυα. Τρέχεις να το αγκαλιάσεις, να το
παρηγορήσεις αλλά πέφτεις πάνω στην τζαμαρία. Ανοίγεις τη μπαλκονόπορτα
για να το βρεις. Πουθενά. Κοιτάς κάτω στο δρόμο. Ένας γείτονας έχει
αφήσει έναν σπασμένο καθρέφτη δίπλα στον κάδο. Να το τέρας. Δίχως να το
σκεφτείς πηδάς. Πρέπει να το παρηγορήσεις, να του δείξεις ότι δεν είναι
όσο άσχημο νομίζει.
Όμως πριν προλάβεις, προσγειώνεσαι απότομα στο δρόμο και πεθαίνεις.