11 Φεβρουαρίου 2013. Η ημέρα των γενεθλίων μου.
-Τι θέλεις να κάνουμε σήμερα που γιορτάζεις, με ρωτάει ο καλός μου.
Μμμ, η αλήθεια ήταν ότι δε με πολυένοιαζε.
Είχε προηγηθεί ένα τέλειο ξενύχτι και πριν απ’ αυτό άλλες τόσο υπέροχες μέρες και πριν απ’ αυτές άλλες τόσο εμπνευσμένες, τόσο γεμάτες με χαμόγελο ,με δημιουργία , με έρωτα νύχτες και πριν απ’ αυτές άλλα τόσο γεμάτα χρόνια με λάθη, με βλακείες ,με καβγάδες, με αδιέξοδα και πριν απ’ αυτά τόσα αθώα γέλια στις πλατείες και στα προαύλια. Είχαν προηγηθεί τόσες πολλές λέξεις μέχρι να φτάσω στα 25, που για σήμερα δεν ήθελα να πω τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο.
Ήθελα απλά να αφεθώ στις ευχές και στις αγκαλιές .
Ήθελα μόνο να ανοίξω το στόμα μου και να του πω ότι είναι τα καλύτερα γενέθλια της ζωής μου, χάρις σ’ εκείνον.
-Μμμ, πάμε στο Allou;
Είχα τόσα πολλά χρόνια να πάω!
-Φύγαμε!
Το πιο ωραίο με τις βραδινές βόλτες στην Αθήνα είναι η θέση του συνοδηγού! Να χαζεύεις τους άλλους οδηγούς στα γύρω αυτοκίνητα στην εθνική, ποιος σκαλίζει τη μύτη του στο φανάρι, ποιος τσακώνεται με τη γυναίκα του στο δίπλα κάθισμα, ποιος ακούει Παντελή Παντελίδη στο τέρμα! Να κοιτάς όλον αυτόν τον κόσμο να πηγαινοέρχεται από φανάρι σε φανάρι. Πάντα με γοήτευε αυτή η «ανταλλαγή» πληθυσμών σε κάθε φανάρι. Κάποιοι περνούν από τη μία πλευρά και κάποιοι από την άλλη, αλλά εκείνο το δευτερόλεπτο που βρίσκονται όλοι στη μέση, μοιάζει λες και κάποιος ζωγράφισε μία νοητή πράσινη γραμμή. Και οι μεν και οι δε, ξαφνικά βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο. Και δεν έχει σημασία ποιοι είναι ,τι φορούν, προς τα πού κατευθύνονται εκείνη τη στιγμή.
Και τελικά φτάνουμε! Αφήνουμε το αυτοκίνητο και οδεύουμε προς τις πόρτες του Allou!
Έπρεπε να μας είχε προϊδεάσει το γεγονός ότι στο δρόμο δεν υπήρχε καμία κινητικότητα προς το χώρο! Και να σου λοιπόν το λουκέτο στην πόρτα.
Κλειστά!!
-Και τώρα;
-Πάμε για φαγητό;
Και σαν άλλα 15χρονα κινήσαμε για τα Goody’s!!
Κάτσαμε στις πλαστικές καρέκλες και απλώσαμε στο μεταλλικό τραπέζι την πραμάτια μας. Μία σαλάτα, 2 τσιζ, 1 πατάτες και ένα αναψυκτικό!
Κάτσαμε εκεί να τρώμε ,να μιλάμε, να γελάμε ,να φιλιόμαστε. Πέρασε έτσι ένα δίωρο. Άνθρωποι έμπαιναν, άνθρωποι έβγαιναν, αλλά εμείς συμπεριφερόμασταν λες και ήμασταν οι μόνοι σ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι απίστευτο πόσα πολλά μπορείς να νιώσεις απλά κοιτάζοντας τον άλλον. Και ξαφνικά τα Goody’s έγιναν το πιο ρομαντικό εστιατόριο που είχα κάτσει ποτέ!
Μπορεί να μην τσουγκρίσαμε με κόκκινο κρασί, αλλά ήπιαμε παρέα τη sprite στο χάρτινο κυπελλάκι.
Καμία σημασία δεν είχε αν ήμουν στα Goody’s στο Ρέντη ή στο La pergola ,στη Ρώμη γιατί ο δείπνος αφορούσε μόνο εμάς του δυο και κανένα από τα πιάτα του μενού…
Κι άρχισε να παίρνει μια άλλη μορφή…Σχεδόν μυστική.