Κυριακή πρωί ήταν θυμάμαι.
Κάθισα με το στομάχι μου αδειανό στο μεσαίο κάθισμα στη γαλαρία του τρένου.
Έσκυψα το σώμα μου στο παράθυρο κι έριξα το βλέμμα μου προς τον αγουροξυπνημένο ήλιο.
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου διστακτικά.
Και χαμογέλασα.
Αληθινό χαμόγελο- κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει το αληθινό.
Μοιάζει να διαχέεται όπως το φως του πρώτου ήλιου ανάμεσα στα κτήρια και στα δέντρα που προσπερνά το τρένο. Μοιάζει να οριοθετεί το χθες με τη νέα μέρα.
Κυριακή πρωί ήταν θυμάμαι και χαμογελούσα.
Κάθισα με το στομάχι μου αδειανό στο μεσαίο κάθισμα στη γαλαρία του τρένου.
Έσκυψα το σώμα μου στο παράθυρο κι έριξα το βλέμμα μου προς τον αγουροξυπνημένο ήλιο.
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου διστακτικά.
Και χαμογέλασα.
Αληθινό χαμόγελο- κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει το αληθινό.
Μοιάζει να διαχέεται όπως το φως του πρώτου ήλιου ανάμεσα στα κτήρια και στα δέντρα που προσπερνά το τρένο. Μοιάζει να οριοθετεί το χθες με τη νέα μέρα.
Κυριακή πρωί ήταν θυμάμαι και χαμογελούσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου